Τι λένε οι πολίτες για τα capital controls

Χαμηλή εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα και απαισιοδοξία για το χρόνο απόσυρσης των capital controls, διακατέχει επιχειρήσεις και νοικοκυριά στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος, που πραγματοποιήθηκε από την εταιρία συμβούλων Alvarez & Marsal Ελλάς (A&M).

Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα της τράπεζας

Επιπλέον, μεγάλο είναι το ποσοστό όσων συμμετείχαν στην έρευνα που απάντησαν ότι ακόμη και αν υπάρξει άρση των περιορισμών, δεν θα επέστρεφαν χρήματα στις ελληνικές τράπεζες, καθώς δεν τις εμπιστεύονται.

Η κεντρική τράπεζα επισημαίνει σε ανακοίνωσή της ότι το Μάιο του 2017, οι ελληνικές αρχές δημοσίευσαν έναν οδικό χάρτη για τη χαλάρωση των περιορισμών στην ανάληψη μετρητών και στη μεταφορά κεφαλαίων (εφεξής: οι περιορισμοί), οι οποίοι βρίσκονται σε ισχύ από τις 28 Ιουνίου 2015.

Κατά τη διαδικασία χαλάρωσης των περιορισμών είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη τόσο η αξιολόγηση της εμπιστοσύνης των καταθετών όσο και o αντίκτυπος των περιορισμών και της προοδευτικής χαλάρωσής τους στην οικονομία.

Στο πλαίσιο αυτό, στις 30 Ιουνίου 2017 η Τράπεζα της Ελλάδος κατόπιν σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας ανέθεσε τη διεξαγωγή έρευνας στην εταιρία συμβούλων Alvarez & Marsal Ελλάς (A&M), η οποία συνεργάστηκε με την Kantar TNS για την υλοποίηση της έρευνας.

Σκοπός της έρευνας είναι να αποτυπώσει τις απόψεις και εκτιμήσεις του κοινού και των επιχειρήσεων, όπως έχουν τη δεδομένη χρονική στιγμή της διεξαγωγής της, σε διάφορα ζητήματα συναφή με τους περιορισμούς, όπως ο αντίκτυπος τους στην οικονομία και οι δυνητικές συνέπειες της σταδιακής χαλάρωσής τους.

Σύμφωνα με την έρευνα, το ευρύ κοινό είναι μάλλον ανεπαρκώς ενημερωμένο σε σχέση με τους ισχύοντες περιορισμούς, ενώ οι επιχειρήσεις είναι περισσότερο ενημερωμένες. Ακόμη καλύτερα ενημερωμένες είναι οι επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους.

Οι συμμετέχοντες από το ευρύ κοινό απάντησαν ότι έχουν επηρεαστεί από τους περιορισμούς, καθώς συχνά εξαντλούν τα όρια ανάληψης μετρητών. Επίσης ανέφεραν ότι έχουν μειώσει τη χρήση μετρητών.

Οι επιχειρήσεις επισήμαναν αρνητικές επιδράσεις των περιορισμών, εμφανείς σε διάφορες πτυχές της δραστηριότητάς τους, π.χ. έγκαιρη είσπραξη από τους πελάτες, όροι πληρωμής των προμηθευτών και ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών. Οι επιδράσεις των περιορισμών ήταν εντονότερες για τις εισαγωγικές επιχειρήσεις.

Οι επιχειρήσεις ανέφεραν επίσης αυξανόμενη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών αντί των μετρητών. Αυτό αποτυπώνεται στην ταχεία αύξηση της χρήσης ηλεκτρονικών πληρωμών και υπηρεσιών ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) και της εγκατάστασης τερματικών αποδοχής καρτών (POS).

Οι επιχειρήσεις δεν θεωρούν ότι το πλαίσιο των περιορισμών που ίσχυε κατά τη χρονική περίοδο της έρευνας ήταν υπερβολικά περιοριστικό: οι επιχειρήσεις είχαν κατορθώσει να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες προσαρμογές ώστε να μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά παρά την ύπαρξη των περιορισμών, καλύπτοντας σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες τους.

Οι περιορισμοί έχουν επηρεάσει τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων. Τα επενδυτικά σχέδια των μεγάλων επιχειρήσεων έχουν επηρεαστεί αρκετά από τους περιορισμούς, αλλά ως επί το πλείστον έχουν αρχίσει να δρομολογούνται εκ νέου. Τα επενδυτικά σχέδια των μικρότερων επιχειρήσεων όμως φαίνεται να έχουν επηρεαστεί πιο έντονα, κυρίως εξαιτίας της υπάρχουσας αβεβαιότητας.

Αναλυτικότερα

Ενώ το 16% των μικρών επιχειρήσεων (1-4 απασχολούμενοι) ανέφερε ότι εγκατέλειψαν τα επενδυτικά τους σχέδια, η συντριπτική πλειοψηφία των μεγάλων επιχειρήσεων (50+ απασχολούμενοι) δεν αναγκάστηκε να τα εγκαταλείψει (μόλις το 2% ανέφερε την εγκατάλειψή τους).
Κατά ένα μεγάλο μέρος, οι μικρές και οι μεγάλες επιχειρήσεις ανέφεραν ότι περιόρισαν το μέγεθος των επενδύσεών τους (κατά 34% και 40% αντίστοιχα).
Μάλιστα, μία στις τρεις μεγάλες επιχειρήσεις ανέφερε ότι δεν άλλαξε καθόλου τα επενδυτικά της σχέδια (34% των επιχειρήσεων), σε σύγκριση με μόλις το 15% των μικρών επιχειρήσεων.

Προσδοκίες και εμπιστοσύνη

Το επίπεδο εμπιστοσύνης του κοινού και του επιχειρηματικού τομέα στις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και του εγχώριου τραπεζικού συστήματος ήταν χαμηλό κατά τη χρονική περίοδο που έλαβε χώρα η έρευνα.

Στην πλειονότητά τους οι επιχειρήσεις – κυρίως οι μεγαλύτερες – ήταν συγκρατημένα αισιόδοξες για τις βραχυπρόθεσμες επιχειρηματικές τους προοπτικές. Αντίθετα, το ευρύ κοινό δήλωσε λιγότερο αισιόδοξο για το εισόδημά του το προσεχές έτος.

Η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα ήταν εύθραυστη, καθώς ελαφρώς πάνω από το 1/3 του κοινού (36%) και σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις (48%) απάντησαν ότι δεν εμπιστεύονται τις τράπεζες στην Ελλάδα.

Το συγκεκριμένο εύρημα πρέπει να ερμηνεύεται με επιφύλαξη, καθώς φαίνεται να υπάρχει υπερτονισμός της εν λόγω επιλογής. Άλλες απαντήσεις από την έρευνα υποδηλώνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα: για παράδειγμα, από το ίδιο ποσοστό των ερωτηθέντων από το ευρύ κοινό που εξέφρασαν έλλειψη εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, το 41% θα προτιμούσε να έχει 10.000 ευρώ σε τραπεζικό λογαριασμό στην Ελλάδα παρά σε μετρητά εκτός τράπεζας.

Τα αποτελέσματα ποικίλλουν ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης και τον τομέα. Ο βαθμός εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα αυξάνεται όσο αυξάνεται το μέγεθος της επιχείρησης: το 49% των επιχειρήσεων με λιγότερους από 4 εργαζομένους δήλωσε ότι δεν εμπιστεύεται τις τράπεζες στην Ελλάδα, σε σύγκριση με μόλις το 15% των επιχειρήσεων με 50+ εργαζομένους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τον τομέα των υπηρεσιών ανέρχεται σε 38% (56% για τη βιομηχανία).

Χαλάρωση των περιορισμών

Η πλειονότητα των ερωτηθέντων δεν εκτιμά ότι οι περιορισμοί θα καταργηθούν προτού παρέλθουν δύο χρόνια.

Σύμφωνα με τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους θεσμικούς φορείς, η προοδευτική χαλάρωση και εν τέλει η άρση των περιορισμών θα στείλει ένα ηχηρό μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία επιστρέφει στην κανονικότητα.

Ωστόσο, οι συμμετέχοντες στις συνεντεύξεις των μεγάλων επιχειρήσεων και θεσμικών φορέων αναγνωρίζουν ότι πρέπει πρώτα να επιτευχθούν κάποια άλλα ορόσημα, μεταξύ των οποίων η βελτίωση της εμπιστοσύνης στην οικονομία, στο πολιτικό σύστημα και στον τραπεζικό τομέα, η υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής, η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η οικονομική ανάπτυξη, όπως αυτά προσδιορίζονται στον οδικό χάρτη.

Η οικονομική ανάπτυξη και η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι οι δύο σημαντικότεροι λόγοι που θα έπειθαν το ευρύ κοινό να επανακαταθέσει τα χρήματά του στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Αναλυτικότερα:

Η πλειονότητα των ερωτηθέντων στις διάφορες υπο-ομάδες της έρευνας δεν εκτιμά ότι οι περιορισμοί θα αρθούν πλήρως προτού παρέλθουν δύο χρόνια (59% του κοινού και 53% των επιχειρήσεων).

Ως προς τον αντίκτυπο των διαφόρων μέτρων χαλάρωσης, η χαλάρωση των περιορισμών στην ανάληψη μετρητών ήταν το μέτρο με το μεγαλύτερο αναμενόμενο θετικό αντίκτυπο για όλους τους συμμετέχοντες στην έρευνα (περίπου 38% του κοινού και 73% των επιχειρήσεων).

Το 37% του κοινού δεν ανέμενε κανένα αντίκτυπο από το εν λόγω μέτρο, ενώ μόλις το 13% των επιχειρήσεων φαίνεται ότι δεν αναγκάζεται να προσφεύγει συχνά στη χρήση μετρητών.

Η χαλάρωση των περιορισμών στο άνοιγμα λογαριασμών θα ωφελήσει κυρίως τις επιχειρήσεις παρά το κοινό.

Το 56% των επιχειρήσεων αναμένεται να ωφεληθεί (κάπως ή σε πολύ μεγάλο βαθμό), ενώ το 28% δεν αναμένει κανένα όφελος.

Αντίθετα, η χαλάρωση του συγκεκριμένου περιορισμού δεν θα είχε κανένα αντίκτυπο σύμφωνα με το 44% του κοινού (28% της εύπορης υπο-ομάδας).

Η χαλάρωση των περιορισμών στη μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό ήταν το μέτρο που δεν αναμένεται να έχει κανένα θετικό αντίκτυπο, σύμφωνα με σχεδόν τα 2/3 (67%) του κοινού και το 45% της εύπορης υπο-ομάδας.

Ομοίως, η χαλάρωση των περιορισμών στις συναλλαγές πληρωμών για εμπορικούς σκοπούς στο εξωτερικό δεν θα είχε καμία επίδραση για σχεδόν το ήμισυ των επιχειρήσεων (47%).

Το 39% των επιχειρήσεων όμως αναμένει κάποια επίδραση. Συγκεκριμένα, το θέμα αυτό αποκτά αυξανόμενη σημασία ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης: όσο μεγαλύτερη είναι η επιχείρηση, τόσο υψηλότερες προσδοκίες έχει ότι θα ωφεληθεί από τη χαλάρωση των περιορισμών στις συναλλαγές πληρωμών για εμπορικούς σκοπούς στο εξωτερικό, με την αναλογία να κυμαίνεται από περίπου 1/3 για τις επιχειρήσεις με λιγότερους από 4 εργαζομένους έως 2/3 για τις επιχειρήσεις με 20+ εργαζομένους.

Σύμφωνα με το ευρύ κοινό, οι δύο σημαντικότεροι παράγοντες που θα συνέβαλλαν ώστε χρήματα που σήμερα βρίσκονται εκτός ελληνικού τραπεζικού συστήματος να κατατεθούν στις τράπεζες στην Ελλάδα είναι: (α) η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (σύμφωνα με το 56% των ερωτηθέντων) και (β) η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος (σύμφωνα με το 44% των ερωτηθέντων.

Σε περίπτωση άρσης των περιορισμών, το 38% των ερωτηθέντων από το ευρύ κοινό εκτιμά ότι θα υπάρξει φυγή μεγάλου μέρους των καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες είτε σε μορφή μετρητών (14%) είτε μέσω ηλεκτρονικών μεταφορών στο εξωτερικό (24%). Ωστόσο, το 79% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν θα προχωρούσε σε αντίστοιχη ενέργεια.

Οι προσδοκίες της εύπορης υπο-ομάδας είναι παρεμφερείς. Το 73% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι δεν θα προχωρούσε σε καμία ενέργεια λόγω της άρσης των περιορισμών, αν και μόνο το 29% δεν αναμένει καμία μεταβολή στις καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες και το 46% αναμένει σημαντική φυγή καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες είτε σε μορφή μετρητών (18%) είτε μέσω ηλεκτρονικών μεταφορών στο εξωτερικό (28%).

Μετά την άρση των περιορισμών, το 83% των ερωτηθέντων από το ευρύ κοινό εκτιμά ότι θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες με την ίδια ή και υψηλότερη συχνότητα. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 93% στην ομάδα των εύπορων καταναλωτών.

Μετά την άρση των περιορισμών, το 44% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι θα μετέφερε τουλάχιστον κάποια κεφάλαια από το εξωτερικό πίσω στην Ελλάδα.

Η υπο-ομάδα των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (50+ εργαζόμενοι) εμφανίζεται ως η πιο πρόθυμη να μεταφέρει σε τράπεζα στην Ελλάδα τα κεφάλαια που διακρατεί στο εξωτερικό: το 64% εκτιμά ότι θα το έκανε, κυρίως για να καλύψει λειτουργικά έξοδα.

Σχεδόν μία στις δύο επιχειρήσεις (47%) δεν θα μετέφερε πίσω στην Ελλάδα τα κεφάλαια που διακρατεί στο εξωτερικό μετά την άρση των περιορισμών. Ωστόσο, συγκριτικά, μόλις το 22% των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (με 50+ εργαζομένους) θεωρεί ότι δεν θα μετέφεραν τα κεφάλαιά τους σε τράπεζα στην Ελλάδα.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και η έλλειψη εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (σύμφωνα με το 61% και το 50% των επιχειρήσεων αντίστοιχα) ήταν οι πιο συνήθεις αιτίες για τις οποίες οι επιχειρήσεις δεν σκοπεύουν να μεταφέρουν χρηματικά κεφάλαια πίσω στην Ελλάδα όταν χαλαρώσουν οι περιορισμοί.

Το 41% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι οι προοπτικές της επιχείρησης θα βελτιωθούν σε διάστημα ενός έτους μετά την πλήρη άρση των περιορισμών.

Το ποσοστό αυξάνεται για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις: βελτίωση στις προοπτικές της επιχείρησης σε διάστημα ενός έτους μετά την πλήρη άρση των περιορισμών αναμένει το 62% των επιχειρήσεων με 20+ εργαζομένους και το 57% αυτών που απασχολούν 50+ εργαζομένους.
Υποσημείωση ΤτΕ

Τα παραπάνω αποτελέσματα της έρευνας θα πρέπει να ερμηνευθούν σε συνάρτηση με τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν το διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2017, κατά το οποίο έλαβε χώρα η έρευνα. Αποτυπώνουν δηλαδή τις απόψεις των πολιτών και των επιχειρήσεων τη δεδομένη χρονική στιγμή. Υπό αυτό το πρίσμα, η έρευνα μπορεί να αξιολογηθεί ως μία χρήσιμη πηγή πληροφόρησης που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στη διαδικασία της περαιτέρω χαλάρωσης των περιορισμών στην ανάληψη μετρητών και στη μεταφορά κεφαλαίων.

Με δεδομένα τη φύση του θέματος, τις συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία κατά τη στιγμή διεξαγωγής της έρευνας και τα γενικώς παραδεκτά περιθώρια μεροληψίας που ενυπάρχουν σε όλες τις έρευνες, τα αποτελέσματα θα πρέπει να ερμηνεύονται με επιφύλαξη.

Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, τα ευρήματα της έρευνας δεν φαίνεται να συνάδουν απόλυτα με τα αντικειμενικά στοιχεία – οι αποκλίσεις αυτές είναι ενδεικτικές της προαναφερόμενης μεροληψίας.

Επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι, καθώς η μελλοντική άρση των περιορισμών θα αποτελέσει σημαντικό οικονομικό γεγονός για την Ελλάδα και θα εξαρτηθεί από τη γενικότερη οικονομική και πολιτική συγκυρία, οι απαντήσεις στην έρευνα απηχούν τα δεδομένα της στιγμής κατά την οποία δόθηκαν και συνεπώς έχουν σχετική αξία και δεν προσφέρονται για την εξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων σχετικά με το δυνητικό μελλοντικό αντίκτυπο της (σταδιακής ή πλήρους) άρσης των περιορισμών.

Η έρευνα διεξήχθη μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου 2017 και περιλάμβανε τα εξής:

Έρευνα στο Ευρύ Κοινό: τηλεφωνικές συνεντεύξεις με 2.000 άτομα από το γενικό πληθυσμό σε πανελλήνια κλίμακα,
Έρευνα στους Εύπορους Καταναλωτές: τηλεφωνικές συνεντεύξεις με 300 άτομα από διάφορους δήμους στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη,
Έρευνα στο Γενικό Επιχειρηματικό Τομέα: τηλεφωνικές συνεντεύξεις με 500 επιχειρήσεις (μικρές, μικρομεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις) σε πανελλήνια κλίμακα,
Συνεντεύξεις με υψηλόβαθμα στελέχη Μεγάλων Επιχειρήσεων και Θεσμικών Φορέων: προσωπικές συνεντεύξεις με υψηλόβαθμα στελέχη 15 μεγάλων επιχειρήσεων και θεσμικών φορέων.

Πηγή: www.tovima.gr


Το avatonpress.gr είναι ανεξάρτητο ενημερωτικό site και στηρίζεται μόνο σε σας. Κάνοντας κλικ στις διαφημίσεις μας βοηθάτε να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας! Ευχαριστούμε εκ των προτέρων!

Σχολίασε κι εσύ!