Οι απόψεις των θεολόγων για τη συμφωνία


Ανάμικτες αντιδράσεις προκαλεί το κοινό ανακοινωθέν Εκκλησίας-Πολιτείας για τη διευθέτηση με συμβιβαστικό τρόπο χρόνιων προβλημάτων που δημιουργούσαν τριβές. Η «Εφ.Συν.» απευθύνθηκε σε τρεις ειδικούς επί των εκκλησιαστικών θεμάτων, ζητώντας την άποψή τους για τη συμφωνία του πρωθυπουργού με τον αρχιεπίσκοπο.
Νίκος Μαγγιώρος, αναπληρωτής καθηγητής ΑΠΘ στο κανονικό και εκκλησιαστικό δίκαιο

Πρόκειται για μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία από την πλευρά της Εκκλησίας και του Κράτους για να λυθεί το θέμα που αφορά την εκκλησιαστική περιουσία και τη μισθοδοσία του κλήρου. Στο παρελθόν έγιναν διάφορες παρόμοιες προσπάθειες, χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ωστόσο φαίνεται πως με την παρούσα συμφωνία θα δοθεί λύση στο θέμα, υπό την προϋπόθεση βέβαια πως η συμφωνία θα αποκτήσει νομική κατοχύρωση.
Το κράτος αναγνωρίζει ότι από την ίδρυσή του έχει απαλλοτριώσει το μεγαλύτερο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας και ως αντάλλαγμα δεσμεύεται να εξασφαλίσει με νόμο τη μισθοδοσία του κλήρου. Επίσης, για την περιουσία από το 1952 και ύστερα, δημιουργείται κοινός φορέας διαχείρισης. Πρόκειται για μια συμφωνία η οποία ξεπερνά παλαιότερους αδόκιμους όρους περί χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για μια περαιτέρω συνολικότερη ρύθμιση θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος. Η συνταγματική αναθεώρηση δεν έχει σχέση με τη συγκεκριμένη συμφωνία, φαίνεται δε πως διατηρείται το υπάρχον καθεστώς.
Παντελής Καλαϊτζίδης, δρ Θεολογίας, διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου
Οι μεγάλες αλλαγές και οι μεγάλες τομές με προοδευτικό πρόσημο δεν γίνονται με μυστικοσυμβούλια και διακανονισμούς κεκλεισμένων των θυρών που οδηγούν τελικά σε περισσότερη δεσποτοκρατία και στην εν μιά νυκτί βίαιη αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος 10.000 κληρικών και εκκλησιαστικών υπαλλήλων. Από τη χθεσινή συμφωνία κερδισμένοι βγαίνουν ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ο πρωθυπουργός, ενώ χαμένοι η Εκκλησία ως κοινότητα πιστών (λαϊκών και κληρικών) και το δημοκρατικό αίτημα εκκοσμίκευσης των θεσμών και νέας ρύθμισης των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας.
Ο πρωθυπουργός μπορεί τώρα να «πουλήσει» στο κοινό του μια αριστερόστροφη πολιτική απόφαση (που την έχει τόσο ανάγκη, μια και στα οικονομικά υπάρχουν δεσμεύσεις έναντι των δανειστών), καθώς «πετάει εκτός Δημοσίου τους παπάδες»! Την ίδια στιγμή ελευθερώνει 10.000 θέσεις στο Δημόσιο, υποσχόμενος διορισμούς (το έκανε ήδη, σήμερα κιόλας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος).
Ο αρχιεπίσκοπος (μέγας τακτικιστής και ισορροπιστής, εξαιρετικά ικανός στο πολιτικό παζάρι) παίρνει μ’ έναν σπάρο πολλά τρυγόνια: λαμβάνει από τον πρωθυπουργό ένα δώρο 200 εκατομμυρίων και ενδυναμώνει θεαματικά τη θέση του και την ισχύ του όχι μόνο έναντι των άλλων μητροπολιτών και της Συνόδου, αλλά και έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου που όχι τυχαία αφέθηκε έξω από αυτή την ιστορία, ενώ δεκάδες επαρχίες του βρίσκονται εντός των ορίων της ελληνικής πολιτείας (το Πατριαρχείο είχε πρόσφατα επίσης αγνοηθεί κατά την τοποθέτηση του Κ. Δήμτσα, στενού συνεργάτη του αρχιεπισκόπου, ως πολιτικού διοικητή του Αγίου Ορους, παρά τη ρητή αντίθεση και διαφωνία του Οικουμενικού Πατριάρχη). Λύνονται επίσης τα χέρια του αρχιεπισκόπου για να κάνει αυτό που γνωρίζει καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο, για να προβεί δηλαδή (από κοινού με την πολιτεία) σε αξιοποιήσεις ακινήτων.
Σε ένα άλλο επίπεδο, και οι κατά τόπους μητροπολίτες ενδυναμώνουν τη θέση τους έναντι των απλών κληρικών οι οποίοι θα βρεθούν κυριολεκτικά στο έλεος των δεσποτάτων που θα έχουν επάνω τους δικαίωμα ζωής ή θανάτου, πειθαρχικού ελέγχου ή και απόλυσης (φανταστείτε ποια τύχη περιμένει τους προοδευτικούς εκείνους κληρικούς που θα τολμήσουν να εκφράσουν ανοιχτά την άποψη ή τη διαφωνία τους για τα επίμαχα ζητήματα που κατά καιρούς ανακύπτουν!...).
Ενας θεσμός όπως η Εκκλησία (να μην ξεχνάμε, ο μόνος θεσμός του ελληνικού κράτους που δεν πέρασε μεταπολίτευση), με τεράστια κοινωνική επιρροή, που όμως ούτε για τις επιδόσεις του στην οικονομική διαχείριση φημίζεται ούτε για διαφάνεια, δημοκρατικές διαδικασίες και κοινωνική λογοδοσία διακρίνεται, είναι λάθος στην παρούσα φάση να αποκόπτεται και να αφήνεται εκτός του δημοκρατικού ευρωπαϊκού πλαισίου που εγγυάται η πολιτεία, και μάλιστα έχοντας λάβει ως προίκα 200 εκατομμύρια ευρώ! Αυτό ούτε προοδευτική τομή στη λειτουργία του κράτους σηματοδοτεί ούτε αριστερή πολιτική συνιστά, αλλά μάλλον δεσποτοκρατία με αριστερό πρόσημο!
Δρ Ευστάθιος Λιανός Λιάντης, ειδικός γραμματέας Θρησκευτικής και Πολιτιστικής Διπλωματίας του υπουργείου Εξωτερικών

Η θέσπιση των νομικών και κοινωνικών ορίων μεταξύ του βασιλείου του Πνεύματος και του βασιλείου του Καίσαρος ήταν και παραμένει ένας ατέρμονος κανονιστικός αγώνας. Στα καθ’ ημάς λόγω του μείζονος συστατικού ρόλου της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης στο ελληνικό κράτος η Εκκλησία της Ελλάδος ως πνευματικός και κοινωνικός φορέας αυτής της θρησκευτικής παράδοσης ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο πλέγμα νομικών σχέσεων με την πολιτεία, που ενσωμάτωνε στοιχεία του εθιμικού δικαίου αλλά και των κατά βάσιν βαυαρικών επιρροών της κρατικής διοίκησης των πρώτων χρόνων του ελεύθερου εθνικού μας βίου.
Οι νομικές σχέσεις μεταξύ των δύο θεσμών ακολούθησαν την εξελικτική πορεία αντίστοιχων σχέσεων, που υφίσταντο και υφίστανται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε συνάρτηση, βέβαια, με την κοινωνική και πολιτιστική ιδιαιτερότητα του τόπου.
Ετσι, το πάγιο αίτημα των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων για εξορθολογισμό των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας έχει εκπληρωθεί σε μεγάλο βαθμό από την ελληνική νομοθετική παραγωγή των τελευταίων σαράντα ετών και την ενσωμάτωση της νομολογίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και άλλων διεθνών οργανισμών.
Ισως τα μοναδικά μείζονα ζητήματα προς εξέταση είναι αυτά που αφορούν την οικονομική σχέση μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας. Η αναγγελθείσα συμφωνία προτίθεται να επιλύσει αυτές τις νομικές εκκρεμότητες, δηλαδή τη μισθοδοσία των κληρικών και την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον τρόπο διευθετήσεως που ακολούθησαν τα βορειοευρωπαϊκά κράτη.
Στο άμεσο μέλλον θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την πραγμάτωση του νομικού πλαισίου, που με ειδικότερα κανονιστικά κείμενα θα καθορίσει την εφαρμογή της συμφωνίας στη βάση ενός κοινού θετικού σημείου αναφοράς, που είναι η καλύτερη λειτουργία και συνεργασία των δύο θεσμών, με δεδομένους τους διακριτούς ρόλους και την αρχή ότι οι σχέσεις τους δεν πρέπει να επηρεάζουν τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.

Πηγή: www.efsyn.gr


Το avatonpress.gr είναι ανεξάρτητο ενημερωτικό site και στηρίζεται μόνο σε σας. Κάνοντας κλικ στις διαφημίσεις μας βοηθάτε να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας! Ευχαριστούμε εκ των προτέρων!

Σχολίασε κι εσύ!