Η πρώτη μέρα στα θρανία... της Ιωάννας Μαλλιότα


Η πρώτη μέρα στα θρανία.. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια• ο πατέρας του ήταν άνθρωπος του μεροκάματου στις οικοδομές και η μητέρα του δούλευε στον φούρνο της γειτονιάς. Του άρεζε πολύ να παίζει και να συζητάει, μα ήταν μοναχοπαίδι. Πώς θα ήταν δυνατόν να έχει αδέρφια; Η οικογένειά του με το ζόρι τα έβγαζε πέρα. Έτσι, λοιπόν, το σχολείο αποτελούσε μέσο φυγής από τη βαρετή και δύσκολη καθημερινότητά του και λάτρευε καθετί που σχετίζονταν με αυτό. Ζωηρό παιδί, χαρούμενο, παρ΄όλο που η ζωή του φέρθηκε άδικα. Ήτανε Ιούνης και το καλοκαίρι είχε κάνει εδώ και καιρό αισθητή την παρουσία του. Η πόλη έβραζε, ο υδράργυρος είχε σκαρφαλώσει στους 38 βαθμούς και όλοι ήθελαν να τελειώσουν οι σχολικές υποχρεώσεις για να φύγουν στα εξοχικά τους και στις προγραμματισμένες τους διακοπές. Όλοι, εκτός από αυτόν. Ήξερε πως η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του δε θα επέτρεπε για ακόμη μια φορά τις καλοκαιρινές διακοπές. Όμως δεν παραπονέθηκε ποτέ. Του ήταν αδιανόητο να φέρει σε δύσκολη θέση τους γονείς του, τη στιγμή που αυτοί έκαναν τα αδύνατα, δυνατά για να μη του λείψει τίποτα βασικό. Οι λίγοι φίλοι που είχε, θα έφευγαν και αυτοί σε κάποιο νησί και έτσι, μες το κατακαλόκαιρο, θα κατέληγε μόνος. Ο καιρός πέρασε, το καλοκαίρι μέσα στην πόλη κύλησε ήρεμα και είχαν φτάσει πια αρχές Σεπτέμβρη. Στην αρχή ήταν σίγουρος πως δεν του άρεζε το καλοκαίρι. Όχι γιατί μες την κάψα παρέμενε στην πόλη του, μα γιατί ήταν θυμωμένος που όταν αυτό τελείωνε, ξεκινούσαν τα σχολεία. Τι κι αν αγαπούσε το σχολείο; Εκείνη την πρώτη μέρα, τη φοβόταν. Φοβόταν την πρώτη μέρα επιστροφής στα θρανία. Οι άλλοι μιλούσαν για τα ταξίδια, τις διακοπές που είχαν κάνει. Εκείνος για ακόμη μια φορά δεν είχε πάει πουθενά. ‘’Πουθενά, πουθενά, πουθενά’’, απαντούσε όταν τον ρωτούσαν οι υπόλοιποι συμμαθητές του πού είχε πάει. Λες και η τρεις φορές επανάληψη απέτρεπε οριστικά την επανάληψη της ερώτησης. Τον κοίταγαν με απορία, συχνά με απαξίωση και εν τέλει του γυρνούσαν την πλάτη ώστε να συνεχίσουν να εξιστορούν τις εμπειρίες τους. Ήθελε να τους πει πως δεν πήγε πουθενά, μα είχε πολλά να διηγηθεί. Δεν τα έλεγε όμως. Καταλάβαινε πως μη έχοντας να πεις τα ίδια με τους άλλους, είναι σα να μην έχεις να πεις τίποτα. Ήθελε να τους πει πως όταν αυτοί έφευγαν στα εξοχικά τους, όταν ήταν ‘’μόνος’’, η περιοχή έπαιρνε διαφορετική μορφή. Καλοκαιρινές εκδηλώσεις ξεπρόβαλλαν από παντού. Συναυλίες, θέατρα, πανηγύρια. Σε όλες πήγε. Ήταν λες και μέσα σε λίγες μέρες άλλαζε εξ ολοκλήρου πρόσωπο η πόλη του. Είχε έρθει και ο παλιός του φίλος από την επαρχία, ο οποίος του κράτησε συντροφιά για αρκετές μέρες και έτσι η καθημερινότητα κυλούσε ακόμη πιο όμορφα. Μέρα παρά μέρα έδιναν ραντεβού στη στάση και μετά πήγαιναν με το μοναδικό λεωφορείο του μεσημεριού, στη δίπλα παραλία για μπάνιο στα βραχάκια. Για να επιστρέψουν το βράδυ, εξαντλημένοι από τις αμέτρητες βουτιές και μια γερή δόση αλμύρας πάνω τους. Ήθελε να τους πει πως στη μέση του πουθενά, ανάμεσα στην πόλη και το διπλανό χωριό, μετά από μια στροφή, είχε ανακαλύψει ένα μυστικό χωματοδρομάκι. Στο τέλος του, έπειτα από ολιγόλεπτο περπάτημα, κατέληγε σε έναν όρμο με καταγάλανα νερά και έναν μικρό καταρράκτη. Ένας τόπος μυστικός, παρέμενε απόρθητος και απαράλλαχτος μακριά από αδέσποτα και αδιάκριτα βλέμματα. Έλεγες πως ο προηγούμενος που θα είχε περάσει από δω θα ήταν πριν από χρόνια. Τίποτα παραπανήσιο. Τίποτα αταίριαστο. Γαλήνη. Ηρεμία. Ένας παράδεισος, ολάκερα δικός του. Να τους πει πως όταν αυτοί έλειπαν, άνοιγε το καθιερωμένο θερινό σινεμά, προσελκύοντας κόσμο και από τις γύρω περιοχές και δίνοντας ζωή στην πόλη. Θυμόταν πως βλέπανε ταινίες λαθραία σε αυτό• παραφυλούσαν πότε ο τύπος στα εισιτήρια θα έφευγε για μια στιγμή και τρύπωναν μέσα. Κάθε μέρα η ίδια ιστορία, μα ποτέ δεν τους έπιασε. Τώρα που το ξανασκέφτεται, μάλλον θα το είχε καταλάβει ο τύπος, αλλά δεν τους είχε πει ποτέ τίποτα. Ήταν σαν τα καλοκαίρια να επικρατούσε μια ανιδιοτελής αγάπη. Θυμήθηκε μια από τις εκατοντάδες νύχτες που ξάπλωνε χέρι χέρι με τη μητέρα του στο καυτό μπαλκόνι του σπιτιού και εκείνη του υπεδείκνυε τα αστέρια, λέγοντάς του ιστορίες γι’ αυτά. Και γελούσαν δυνατά, δεν άφηναν την ησυχία της λιτότητας να επηρεάσει τις νύχτες τους. Και ο πατέρας του, καμάρωνε. Καμάρωνε για τον ενθουσιασμό που φλέρταρε την τελείως ανεπιτήδευτη καθημερινότητα μιας φτωχής οικογένειας. Ήθελε να τους πει πως όσο αυτοί ενδιαφερόντουσαν μονάχα για τις διακοπές, αυτός είχε αρπάξει ακριβώς μέσα από τα χέρια τους το πραγματικό νόημα και τη μαγεία του καλοκαιριού. Και έμαθε σε μια στιγμή πώς είναι να κρατάς ένα καλοκαίρι στην καρδιά σου κι ας μην έχεις πάει διακοπές. Να αφήνεις πίσω σου χειμώνες. Συνειδητοποίησε πως κάθε ‘’απλή’’ μέρα που περνούσε, αυτός έβγαινε στους δρόμους και μάζευε στιγμές. Αληθινές, πηγαίες. Αγαπούσε τα καλοκαίρια, όχι τις διακοπές. Και τώρα, που έχει μεγαλώσει, κατάλαβε πως μπορεί να ήταν φτωχός όταν ήταν μικρός, μα πλέον είναι πλούσιος από ανόθευτες, καλοκαιρινές αναμνήσεις.


Το avatonpress.gr είναι ανεξάρτητο ενημερωτικό site και στηρίζεται μόνο σε σας. Κάνοντας κλικ στις διαφημίσεις μας βοηθάτε να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας! Ευχαριστούμε εκ των προτέρων!

Σχολίασε κι εσύ!