Ο Τομ Χανκς στα χέρια του Κλιντ Ιστγουντ

Η νέα ταινία που σκηνοθετεί ο βραβευμένος Αμερικανός είναι ένα πολύ καλό βιογραφικό δράμα, που βασίζεται στην πραγματική ιστορία του πιλότου Σάλι, o οποίος κατάφερε να διασώσει τους 155 επιβάτες του αεροπλάνου του όταν αναγκαστικά το προσγείωσε στον ποταμό Χάντσον, στη Νέα Υόρκη.

(ΗΠΑ, 2016, 95’)

Με μια νέα ιστορία βασισμένη σε αληθινά συμβάντα, δυο χρόνια μετά το «American Sniper», ο Κλιντ Ιστγουντ θυμίζει ότι μπορεί να σκηνοθετήσει και μετρημένα, ενδιαφέροντα, ανθρωποκεντρικά δράματα με αυτοσυγκράτηση και δύναμη.

Το φιλμ στηρίζεται στο βιβλίο που έγραψε ο Τσέσλι «Σάλι» Σάλενμπεργκερ, μαζί με τον Τζέφρι Ζάσλοου, με τίτλο «Highest duty: My search for what really matters» και αφηγείται την ιστορία του Σάλι, βετεράνου πιλότου καριέρας 42 χρόνων, ο οποίος, το 2009, όταν ένα σμήνος πουλιών κατέστρεψε τους δύο κινητήρες του λίγο μετά την απογείωση, αναγκάστηκε να «προσγειώσει» το αεροπλάνο του πάνω στον ποταμό Χάντσον, στην καρδιά της Νέας Υόρκης, καταφέρνοντας να διασώσει και τους 155 επιβαίνοντες.

Οσο ο κόσμος αντιμετωπίζει τον Σάλι ως ήρωα, η ασφαλιστική εταιρεία χρησιμοποιεί προσομοιωτές της πτήσης για ν’ αποδείξει ότι το αεροπλάνο είχε τη δυνατότητα να φτάσει σε κάποιο κοντινό αεροδρόμιο, απειλώντας έτσι τον Σάλι από ήρωας να μετατραπεί σε κατηγορούμενο.

Κρατώντας τη διάρκεια της ταινίας μικρή και το μοντάζ γρήγορο, εναλλάσσοντας σκηνές δράσης (επαναλαμβανόμενα η απογείωση και η παρακινδυνευμένη προσγείωση, μέσα στο σκάφος κι απ’ έξω), με δωμάτια ανάκρισης και στιγμές αυτοκριτικής του ήρωα, ο Κλιντ Ιστγουντ χτίζει μια ταινία ήσυχη αλλά εντατική και συγκινητική, παραδομένη περισσότερο στην ενδοσκόπηση, στον συλλογισμό αξιών, στην αντιπαράθεση του ανθρώπινου παράγοντα με την ψυχρότητα ενός λογισμικού.

Δεν παθιάζεται, δεν εκρήγνυται, αλλά σκέφτεται και παρασύρει μαζί του τον θεατή.

Η φωτογραφία του Τομ Στερν είναι ταιριαστά γκρίζα, χαμηλότονη, μελαγχολική, όσο γκρίζα είναι κι η ψυχοσύνθεση του ήρωα, όσο γκρίζα και τα όρια μεταξύ σωστού και λάθους.

Οι δεύτεροι ρόλοι είναι εντελώς σχηματικοί –ο νεαρότερος ιδεαλιστής δεύτερος πιλότος τού πάντα σέξι Αρον Εκχαρτ, η πανικόβλητη σύζυγος της Λόρα Λίνεϊ που συμπαραστέκεται από το τηλέφωνο– αλλά ο Τομ Χανκς δανείζει αυτήν την «κανονικότητα» του προσώπου του σ’ ένα συνηθισμένο ήρωα με ασυνήθιστη πυγμή και σιγουριά στην εμπειρία του.

Μπορεί στο τέλος, για λίγο μόνο, ο Ιστγουντ να ψιθυρίζει και το ηθικό του δίδαγμα, αλλά το παραστράτημα είναι μικρό, σε μια ταινία που όχι απλώς σε αφήνει με μάτια βουρκωμένα και διάθεση αισιόδοξη και γλυκιά, αλλά μοιάζει και πανέτοιμη να πάρει τον δρόμο της για μια θεαματική προσγείωση στα επόμενα Οσκαρ.

(Hands of stone, Παναμάς, ΗΠΑ, 2016, 111’)

Μέσα σε μια δεκαετία, ο θρυλικός, πια, μποξέρ από τον Παναμά, Ρομπέρτο Ντουράν, συνεργάστηκε με τον καλύτερο προπονητή μποξ της Ιστορίας, τον Αμερικανό Ρέι Αρσέλ, κατέκτησε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, ανυψώθηκε και καταποντίστηκε, στον αθλητισμό και στη ζωή, ξανά και ξανά και χάραξε τη δική του, επαναστατική πορεία στο άθλημα, αλλά και στην πολιτική ζωή της χώρας του.

Οσο ο Παναμάς αγωνιζόταν ν’ απαγκιστρωθεί από την αμερικανική κυριαρχία στη διώρυγά του, τόσο ο Ντουράν, κερδίζοντας και Αμερικανούς πρωταθλητές, έγινε το έμβλημα της ελευθερίας.

Σε μια ταινία πλούσια σε χρώμα εποχής, σε ντεκόρ, σε μια ζωντανή απεικόνιση του Παναμά του ’70, αλλά και της ανόδου και της πτώσης λαϊκών ινδαλμάτων, ο Τζόναθαν Γιακούμποβιτς δεν κάνει τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το ν’ αφηγηθεί μια πραγματική ιστορία στρωτά και με συνέπεια.

Η παρουσία του Ρόμπερτ ντε Νίρο στο… ρινγκ, 36 χρόνια μετά τον ρόλο του στο «Οργισμένο Είδωλο», φυσικά και είναι προωθητικό εργαλείο, αλλά όχι λιγότερο ελκυστική γι’ αυτό τον λόγο.

(Trois souvenirs de ma jeunesse, Γαλλία, 2015, 123’)

Ο σκηνοθέτης του «Μια Νύχτα Χριστουγέννων» και του «Esther Kahn» δοκιμάζει να επιστρέψει στην εφηβική του ηλικία, αλλά μένει αγκιστρωμένος από την αφηγηματική του επιτήδευση.

Ηρωάς του είναι ο Πολ που, μεσήλικας πια, ανατρέχει στα νεανικά του χρόνια, στην ανάμνηση της ψυχασθενούς μητέρας του, του καθοριστικού ταξιδιού του στη Σοβιετική Ενωση, του κολλητού του φίλου που τον πρόδωσε αλλά, κυρίως, του πρώτου μεγάλου έρωτά του, της Εστερ, που τον σημάδεψε για πάντα.

Εναλλάσσοντας τη ρηχή εικόνα τού σήμερα με τα ατμοσφαιρικά ’80ς, ο Ντεπλεσέν στήνει ένα πολύπλοκο γαϊτανάκι στον χρόνο, για να εξιστορήσει απλούστατα συμβάντα με βαρύγδουπο τρόπο.

Κι ενώ πολλά κομμάτια της ταινίας του είναι γοητευτικά, ο ίδιος ποτέ δεν ξεχνά ότι εκπροσωπεί τη σύγχρονη γαλλική διανόηση, με την υπερβολή και τη φλυαρία της και δεν αφήνει στιγμή κι εμάς να το ξεχάσουμε.

(Tudo que aprendemos juntos, Βραζιλία, 2015, 102’)

Ενας άξιος βιολονίστας, τέως παιδί-θαύμα που τώρα παθαίνει κρίση πανικού στις οντισιόν, αναλαμβάνει θέση δασκάλου μουσικής σε υποβαθμισμένο σχολείο στην Ηλιόπολη, την παλιά μεγαλύτερη φαβέλα του Σάο Πάολο. Εκεί θα βοηθήσει τους έφηβους μαθητές του να βρουν νόημα στη δύσκολη καθημερινότητά τους, αλλά και θα διδαχτεί από αυτούς τα πραγματικά νοήματα της ζωής.

Μια ιστορία εξαιρετικά συνηθισμένη στο σινεμά, από τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών» στο «Dangerous Minds» κι από το «Ανάμεσα στους Τοίχους» στη… «Ζούγκλα του Μαυροπίνακα», σ’ αυτήν εδώ την εκδοχή της κυλά συναισθηματικά, αλλά χωρίς πρωτοτυπία ή κάποια εμβάθυνση στους χαρακτήρες των ηρώων – αντίθετα, τόσο η σκιαγράφησή τους, όσο και η εξέλιξη της πλοκής είναι τόσο προβλέψιμα όσο η βαθμολογία τριμήνου.

Ωστόσο, το φιλμ κερδίζει πόντους από την ολοζώντανη μουσική του κι από τις διαδρομές στις γειτονιές του Σάο Πάολο, τις μεγαλοαστικές και τις κακόφημες κι επικίνδυνες, αποτυπώνοντας μια πόλη και μια κουλτούρα γεμάτη πάθος, κίνηση και τόλμη. Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Σάο Πάολο κι έκλεισε το Φεστιβάλ του Λοκάρνο.

(Ben-Hur, ΗΠΑ, 2016, 125’)

Αυτή είναι η ιστορία του Ιούδα Μπεν Χουρ, του πρίγκιπα που κατηγορείται άδικα από τον θετό αδελφό του, αξιωματικό του ρωμαϊκού στρατού, για εσχάτη προδοσία, περιπλανιέται στον κόσμο, συναντά τον Χριστό κι επιστρέφει στη γενέτειρα για εκδίκηση κι εξιλέωση. Ξανά.

Πενήντα επτά χρόνια μετά τη θρυλική ταινία του Γουίλιαμ Γουάιλερ με τον Τσάρλτον Χέστον, χωρίς αληθινό λόγο ύπαρξης. Μ’ έναν πρωταγωνιστή με πρόσωπο κι εκτόπισμα ασήμαντο, με μια αισθητική πιο κοντά στον τηλεοπτικό «Ηρακλή» και με την εμβληματική αρματοδρομία να έρχεται στο φινάλε γεμάτη εφέ, όταν η παλαιά, αυθεντικά κινηματογραφική, με τους κασκαντέρ και τα εκπαιδευμένα άλογα, ήταν τόσο πιο καθηλωτική.

Κι έτσι, αυτός εδώ ο Μπεν Χουρ θα μείνει στη μνήμη περισσότερο για το κακό box office του στην Αμερική, αλλά και για τις δημιουργικές κομμώσεις των πρωταγωνιστών και ειδικά του αφηγητή Μόργκαν Φρίμαν που κοντράρει την Μπο Ντέρεκ στο «10».

(I soliti ignoti, Ιταλία, 1958, 111’)

Πέντε μικροαπατεώνες αποφασίζουν να ληστέψουν το ενεχυροδανειστήριο της γειτονιάς τους στη Ρώμη, αλλά καταλήγουν να πάρουν μόνο… μια κατσαρόλα με μακαρόνια! Η κλασική κωμωδία του Μάριο Μονιτσέλι, με το απίθανα φωτογενές και χαριτωμένο καστ, προβάλλεται σε επανέκδοση με ψηφιακές κόπιες κι αποδεικνύει ότι το έξυπνο χιούμορ δεν ξεθωριάζει με τα χρόνια.

(Mourning becomes Electra, ΗΠΑ, 1947, 121’)

Ο Ντάντλεϊ Νίκολς διασκευάζει Ευγένιο Ο’ Νιλ που διασκευάζει την «Ορέστεια», σ’ ένα από τα ωραιότερα μελοδράματα του Χρυσού Χόλιγουντ.

Με το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου, ο Εζρα επιστρέφει στο σπίτι του, για να μάθει ότι ο Ανταμ, το παλιό φλερτ της κόρης του, Λαβίνια, έχει ερωτικές σχέσεις με τη γυναίκα του, Κριστίν. Δυο οσκαρικές υποψηφιότητες και η Κατίνα Παξινού σ’ έναν από τους πιο αναγνωρισμένους ρόλους της στο αμερικανικό σινεμά.


Πηγή: www.efsyn.gr


Το avatonpress.gr είναι ανεξάρτητο ενημερωτικό site και στηρίζεται μόνο σε σας. Κάνοντας κλικ στις διαφημίσεις μας βοηθάτε να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας! Ευχαριστούμε εκ των προτέρων!

Σχολίασε κι εσύ!