Το ελληνικό σινεμά έχασε τον άρχοντά του

Τι θα ήταν το ελληνικό σινεμά χωρίς τον «Δράκο», το φοβισμένο βλέμμα και το φαρδύ παλτό του Ηλιόπουλου, τον χορό της συμμορίας των αρχαιοκάπηλων πριν από το μεγάλο κόλπο, τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι;

Πώς θα ήταν η ελληνική τέχνη χωρίς τον Νίκο Κούνδουρο και την παρέα του, να την παίρνουν στα χέρια τους, εκεί στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, να τη βγάζουν από τα εμπορικά κλισέ και να την περνάνε σε άλλες σφαίρες, πολιτικές, αριστερές, με τη ματιά τους σε μια Ελλάδα τραυματισμένη, αλλά όχι γονατισμένη; Η απάντηση είναι προφανής: Φτωχότερη. Διαφορετική.

Ο Νίκος Κούνδουρος πέθανε χθες στα 91 του χρόνια. Κι αν ακόμα τον ξεχνάγαμε τελευταία, που είχε βαρύνει και αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή, αυτός που κάποτε δεν άφηνε ευκαιρία να βγει, να φωνάξει, να καταγγείλει ή να ανακοινώσει μια ακόμα ταινία, πεισματάρης και απαιτητικός, ήταν μια παρηγοριά να ξέρουμε ότι κάπου εκεί, στα δρομάκια του Μετς, ζούσε ένας άνθρωπος όμορφος σαν άγγελος. Που είχε περάσει σαν οδοστρωτήρας από τη ζωή της χώρας, από τη ζωή μας.

Που γι’ αυτόν είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις τη μελωδία για πιάνο «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα». Που ακόμα κι όταν ζούσε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με τη διεθνή αναγνώριση, κρατούσε, σχεδόν αυτοδίκαια, την αυτοκρατορική εποπτεία στον κινηματογραφικό χώρο.

Ηταν –και το χαιρόταν– ένας άρχοντας ο Νίκος Κούνδουρος, με τη γενναιοδωρία και τον ναρκισσισμό του. Και τα δυο μαζί. Το δεύτερο δικαιολογημένο. Δεν είχε κάνει και λίγα αυτός ο δαιμόνιος αυτοδίδακτος του σινεμά, που ξεκίνησε σαν ζωγράφος με το μυαλό γεμάτο βυζαντινές φιγούρες; Ηταν περήφανος που ήταν Κρητικός κι από τους δυο του γονείς (κι ας γεννήθηκε το 1926 στην Αθήνα).

Αρχοντική η οικογένειά του, η μάνα του κόρη εισαγγελέα, ο πατέρας του υπουργός Δικαιοσύνης του Βενιζέλου, με δόξες, αλλά και διώξεις. Τον έχασε σε ηλικία 16 χρονών. Η ζωή του, όμως, όπως και των δυο αδελφών του, του Ρούσσου (γνωστού από την αντιστασιακή του δράση και την καθοριστική του συμμετοχή στο ξεκίνημα της ελεύθερης ραδιοφωνίας) και του Γιώργου, ήταν χωρίς στερήσεις, η οικογενειακή περιουσία άντεχε γερά επί χρόνια πολλά.

Από μικρός ένιωθε ότι ήταν πλασμένος για την τέχνη, ανακατευόταν με τα χρώματα και τα πινέλα, σε ένα σπίτι γεμάτο από βυζαντινή τέχνη. Γι’ αυτό και μπήκε (και τελείωσε) τη Σχολή Καλών Τεχνών και, όπως του άρεσε να λέει και να καυχιέται, ειδικά όταν άρχισε να κάνει πιο «φορτωμένες» αισθητικά ταινίες, μακριά από τον νεορεαλισμό ή τον εξπρεσιονισμό των νιάτων του, «εγώ ζωγράφος ήμουνα και είμαι».

Με το θέατρο και το σινεμά έμπλεξε να ‘ναι καλά η Μακρόνησος, όπου βρέθηκε το 1949 και άρχισε να βάζει ένα χεράκι στο στήσιμο θεάτρων, να φτιάχνει σκηνικά, να ανεβάζει παραστάσεις. Εκεί και ο Θανάσης Βέγγος, που ξεχωρίζει στον «Δράκο», εκεί και ο Αρης Αλεξάνδρου.

Μπορεί και να χρωστάμε στον συγγραφέα του «Κιβώτιου» την είσοδο του Κούνδουρου στο σινεμά, διότι, όπως διηγήθηκε κάποτε σε εκδήλωση ο Λάκης Παπαστάθης, μεταφέροντας ο νεαρός Κούνδουρος γράμματα του Αλεξάνδρου στη μητέρα του, πήγε πρώτη φορά στη ζωή του σε μια παραγκούπολη προσφύγων, στο Δουργούτι. «Η επίσκεψη έγινε την κατάλληλη στιγμή, όταν ο Νίκος Κούνδουρος έπαιρνε τη θέση του στην αφετηρία της τέχνης.

Η παραγκούπολη αυτή έγινε μήτρα της δικής του ποίησης», έχει γράψει ο Παπαστάθης. Κι έτσι γεννήθηκε τότε η πρώτη του ταινία, «Η μαγική πόλη» (1954), με παρέα μακρονησιώτικη, σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, τον Γιώργο Φούντα σε ρόλο φορτηγατζή λαϊκής γειτονιάς, αισθητική πρωτόγνωρη, νεορεαλιστική, για το ελληνικό σινεμά της εποχής, και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Που του ξανάγραψε για «Δράκο», «Παράνομους», «Ποτάμι».

Οι δυο άνδρες συνδέθηκαν με μεγάλη αγάπη. «Ο άνθρωπος της ζωής μου ήταν ο Χατζιδάκις», δήλωσε κάποτε κατηγορηματικά ο σκηνοθέτης σε μια εξαιρετική του συνέντευξη στoν Αντώνη Μποσκοΐτη για τη «Lifo». Και ταινία της ζωής του, χωρίς συζήτηση, η αμέσως επόμενη, ο «Δράκος» του 1956.

Ακόμα και σήμερα ξαφνιάζει με την τελειότητά της, σε όλα, ψεγάδι κανένα. Σαν να συνέβη ένα καλλιτεχνικό θαύμα, που δεν μπόρεσε έκτοτε να επαναληφθεί στην καριέρα του Κούνδουρου. Καθόλου περίεργο που ο «Δράκος» συνεχώς ψηφίζεται κορυφαία ελληνική ταινία όλων των εποχών (εντάξει, εναλλάσσεται στην κορφή με την «Ευδοκία»), που εκεί γύρω στο 2011 μανιακοί σινεφίλ όλου του κόσμου τής έδωσαν μια δεύτερη ζωή και δημοσιεύματα σε μεγάλες εφημερίδες (σαν την «Γκάρντιαν») τη χαρακτήριζαν «σκοτεινό αριστούργημα». Βλέπετε, ο σταρ της αμερικανικής λογοτεχνίας Τζόναθαν Φράνζεν βάζει το ζευγάρι των ηρώων του στο μυθιστόρημα «Ελευθερία» να βλέπουν τον «Δράκο» στο πρώτο ερωτικό τους ραντεβού. Και μετά να τσακώνονται: είναι ή δεν είναι πολιτική, αντιαμερικανική ταινία;

Αν ο Νίκος Κούνδουρος μπορούσε να παρέμβει στο μυθιστόρημα, θα έδινε λύση στον καβγά τους. «Μα φυσικά και είναι πολιτική ταινία, από την αρχή ξεκίνησε σαν τέτοια, να ‘ναι καλά και το σενάριο του Καμπανέλλη», δήλωσε τότε στην «Ελευθεροτυπία».

«Ο “Δράκος” καταγγέλλει την Αμερική, που με τον τεράστιο όγκο της έπεσε πάνω στην πατριδούλα μας σαν να ήταν για τα σκουπίδια. Να αγοράσουν μια κολόνα από το ναό του Ολυμπίου Διός δεν θέλουν στην ταινία;».

Δεν ξεχνούσε, φυσικά, ο σκηνοθέτης ότι η κριτική της Αριστεράς χτύπησε τότε αλύπητα την ταινία, ότι στις αίθουσες πήγε άπατη και ο κόσμος τη χλεύαζε. Μόνο όταν ξαναβγήκε προς το τέλος της χούντας από κάποιον τολμηρό αιθουσάρχη ο κόσμος τη λάτρεψε, ταυτίστηκε μαζί της, με τον δειλό Ηλιόπουλο που βρίσκει τη δύναμη να κάνει μια ηρωική παρανομία.

Εστω και τραυματισμένος μετά τον «Δράκο», ο Κούνδουρος συνέχισε το σινεμά, αλλάζοντας από ταινία σε ταινία, δοκιμάζοντας είδη και γλώσσες. «Οι παράνομοι» (1958), η πρώτη ελληνική ταινία με νύξεις στις καταδιώξεις μετά τον Εμφύλιο, «Το ποτάμι» (1960), οι τολμηρές «Μικρές Αφροδίτες» για το ερωτικό ξύπνημα δυο μικρών παιδιών, αλλά και τη βία της ερωτικής επιθυμίας των μεγάλων.

Οι ταινίες του αρχίζουν να περνάνε τα σύνορα, βραβεύονται σε μεγάλα φεστιβάλ (στο Βερολίνο οι «Μικρές Αφροδίτες»), αλλά παραμένουν για το κοινό πάντα αδιάφορες. Το ήξερε ο σκηνοθέτης τους και, ίσως γι’ αυτό, ελεύθερος, μπορούσε να τραβήξει τον πειραματισμό του στα άκρα, όπως με το άκρως ερωτικό «Vortex» του 1967, για μια γυναίκα χωρίς αναστολές που «κατασπαράσσει» τους συντρόφους της.

Την είχε αυτή την τάση ο Νίκος Κούνδουρος προς γυναίκες αισθησιακές, διαθέσιμες, ελαφρώς γκροτέσκες, έστω κι αν τις ενέτασσε σε κλίμα ιστορικό, πατριωτικό, όπως συνέβη στο πολυσυζητημένο στην εποχή του «Μπορντέλο» (1984).

Τότε είχε ήδη μπει σε μια νέα, πιο εξωστρεφή και πληθωρική (σαν τον ίδιο, τελικά) κινηματογραφική σελίδα, που τον έκανε και πιο οικείο στο κοινό. Ηταν η περίοδος μετά τη χούντα, που η κοινωνία και το σινεμά μας άλλαζε και έπαιρνε πια και κρατικά χρήματα.

Ο Νίκος Κούνδουρος πρώτα γιόρτασε τη Μεταπόλιτευση κλείνοντας τις συναυλίες και πορείες της στο περίφημο ντοκιμαντέρ του «Τραγούδια της φωτιάς» (1975), που τον Ιούλιο του 2014 το παραχώρησε ευγενικά στην «Εφ.Συν.», για να το μοιράσει στους αναγνώστες της. Και μετά ανοίχτηκε σε μεγάλες, υπερβολικά φιλόδοξες περιπέτειες. Οπως το «1922» του 1978 (βασισμένο σε μυθιστόρημα του Βενέζη) που ενόχλησε τους Τούρκους και δημιούργησε διπλωματική ένταση.

Και, κυρίως, την καλύτερη ίσως ταινία του έπειτα από πολλά χρόνια, το «Μπάυρον: Μπαλλάντα για ένα δαίμονα» (1992), για την οποία, με τη βοήθεια του Μάνου Ζαχαρία, έκανε ένα τεράστιο, δύσκολο ταξίδι για να στήσει το Μεσολόγγι του σε χωριό της Κριμαίας.

Δυο ακόμα ταινίες πρόλαβε να κάνει, δεν έχουν καμία σημασία στη φιλμογραφία του («Οι φωτογράφοι» και «Το πλοίο»), κι ας τις πίστευε πολύ. Ηταν πάντως πολιτικές, η δεύτερη μια αλληγορία για την τραγωδία της Παλαιστίνης και τις ευθύνες των μεγάλων δυνάμεων.

Αρχισε να νιώθει παροπλισμένος, τον τρόμαζε η μοναξιά, είχε παράπονα από το ΕΚΚ και έβγαινε συχνά στην τηλεόραση για να μιλήσει με πάθος και ορμή. Το 2010 έπεσε θύμα άγριου ξυλοδαρμού από τρεις ξένους κουκουλοφόρους, που εισέβαλαν στο πάντα ανοιχτό και φιλόξενο σπίτι του για να κλέψουν. Δεν κλονίστηκαν ούτε στιγμή τα γνήσια αισθήματά του αγάπης και στήριξης προς τους πρόσφυγες και τους κατατρεγμένους. Αρχοντας μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του.

Αφήνει πίσω του τα δυο παιδιά του, τον διευθυντή φωτογραφίας Σήφη Κούνδουρο και την έφηβη Διαλεχτή, που είχε αποκτήσει με τη δεύτερη σύζυγό του, κριτικό θεάτρου Σωτηρία Ματζίρη. Τα ερωτικά γράμματα που της έστελνε το 1991 από την Κριμαία κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε έναν μικρό τόμο από την «Αγρα».

■ Η κηδεία του μεγάλου σκηνοθέτη θα γίνει μεθαύριο, Σάββατο, στις 12 το μεσημέρι, στο Α΄ Νεκροταφείο.

Τον είδα την περασμένη εβδομάδα. Πήγα στο σπίτι του και του πρόβαλα το καινούργιο ντοκιμαντέρ μου «Μαρτυρίες». Καθόταν στην πολυθρόνα με το οξυγόνο. Οταν φτάσαμε σε εικόνες από τα Δεκεμβριανά, άρχισε να ταράζεται. Τον ρώτησα «να το σταματήσω;». «Ναι, με αναστάτωσες», μου είπε.

Τον γνώρισα όταν έκανε μοντάζ των ταινιών «Οι παράνομοι», «Το ποτάμι». Εγώ ήμουν βοηθός του Ντίνου Κατσουρίδη. Από τη δικτατορία και μετά συνδεθήκαμε πολύ. Οταν πήγα στο Παρίσι έμεινα στο σπίτι του. Τον θυμάμαι να πηγαίνει στο πανεπιστήμιο και να ανεβοκατεβάζει μαύρες και κόκκινες σημαίες μαζί με την ελληνική. Κατεβαίναμε σε όλες τις πορείες ειρήνης και τραβούσαμε πλάνα. Από τα «Τραγούδια της φωτιάς» και μετά κάναμε μαζί όλες τις ταινίες του.
Ο Νίκος είχε τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών και δούλευε εικαστικά όλα τα πλάνα του. Είχε πάθος με αυτό. Ανακατευόταν με όλα. Με τη σκηνογραφία, ήταν πάντα με ένα πινέλο στο χέρι, αυτοσχεδίαζε στο γύρισμα, στο παίξιμο, διόρθωνε το σενάριο. Αγαπούσε πολύ τους συνεργάτες του. Ευτύχησα στη ζωή μου να συνεργαστώ με τον Νίκο.

Συγκλονίστηκα μόλις το έμαθα, βρίσκομαι στις Βρυξέλλες. Ημασταν φίλοι από την ΕΠΟΝ. Είχαμε γεννηθεί και οι δύο στις 15 Δεκεμβρίου και επί χρόνια γιορτάζαμε μαζί τα γενέθλιά μας. Οταν γυρίσαμε από τη Ρωσία βρεθήκαμε πάλι και αργότερα στο Παρίσι. Τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που συναντιόμασταν συγκινούμασταν και οι δυο. Με πείραζε. «Εσύ διατηρείσαι μια χαρά, σαν κατεψυγμένο φρούτο είσαι». Από μικρός ο Νίκος ήταν ταλαντούχος. Ζωγράφιζε πολύ ωραία κι έκανε γλυπτά. Ηταν πολύ όμορφος άντρας, Κρητικός, με πολύ χιούμορ και λεβέντης.

Εφυγε ένας μεγάλος Ελληνας. Για τη γενιά μου υπήρξε πολύτιμος δάσκαλος. Μέσα από τις εικόνες των ταινιών του ανακαλύψαμε τους ταπεινούς ανθρώπους που αγάπησε. Δήλωνε πάντα «παρών» στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας αυτού του τόπου. Για μένα υπήρξε δίκαιος, αυστηρός και αγαπητός φίλος.

Θεωρώ ότι είναι ο δάσκαλός μου στον κινηματογράφο. Μπορεί να διαφωνούσαμε με τον Νίκο σε πολλά πράγματα, ακόμα και πολιτικά, αλλά αυτός μου έμαθε κινηματογράφο. Ηταν δοσμένος 100% σε αυτό που έκανε. Ημασταν τρεις βοηθοί στο «Μπορντέλο» και όταν τελείωνε το γύρισμα έλεγε, «ένα λεπτό». Επιανε το πινέλο και άρχιζε να κάνει επεμβάσεις στο σκηνικό. Οπότε αρχίζαμε κι εμείς και βάφαμε.
Για το Νίκο ήταν πρώτα η αισθητική του πλάνου, η ενστικτώδης προσέγγισή του και μετά η λογική. Πολλές φορές άφηνε στους βοηθούς τη λογική του πλάνου. «Πείτε μου τι γίνεται εδώ και εγώ θα το σκηνοθετήσω». Ο Νίκος ήταν γενναιόδωρος, καλλιτεχνικά και ανθρώπινα. Δεν είχε πρόβλημα να κρατήσει την ιδέα κάποιου άλλου. Ετσι μας έμαθε κινηματογράφο, γιατί μας έβαζε στη διαδικασία. Και βέβαια πάντα μας κερνούσε όταν βγαίναμε. Στον «Βρούτο», δε, στο εστιατόριο που είχε στα Εξάρχεια, οι βοηθοί του είχαμε έκπτωση 50% για χρόνια.

Είμαι πολύ συγκινημένη, είναι μεγάλη απώλεια ο θάνατος του Νίκου Κούνδουρου. Ηταν ένας γοητευτικός άνθρωπος, έντονη προσωπικότητα, με πολλά χαρίσματα και δεξιότητες. Ζωγράφος, σκηνοθέτης, είχε πάντα την απόλυτη επίβλεψη του πράγματος με το οποίο ασχολιόταν. Είχε την ικανότητα να κάνει τα ασήμαντα σημαντικά, ιδιαίτερα, ξεχωριστά. Η επιμονή του καθόρισε τη ζωή μου. Σπούδασα ψυχολογία και αρχιτεκτονική στο Παρίσι και με έπεισε ότι πρέπει να δοκιμάσω με την υποκριτική. Με έκανε ηθοποιό με το ζόρι. Η συνάντησή μου μαζί του πραγματικά μου άλλαξε τη ζωή. Και ειλικρινά τον ευγνωμονώ γι' αυτό.


Πηγή: www.efsyn.gr


Το avatonpress.gr είναι ανεξάρτητο ενημερωτικό site και στηρίζεται μόνο σε σας. Κάνοντας κλικ στις διαφημίσεις μας βοηθάτε να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας! Ευχαριστούμε εκ των προτέρων!

Σχολίασε κι εσύ!