Ευκολότερη η πώληση ακινήτων και η είσπραξη χρημάτων
Νέο πλαίσιο για την έκδοση αποδεικτικού ενημερότητας και βεβαίωσης οφειλής για χρέη προς το Δημόσιο καθιερώνει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Οι φορολογούμενοι που έχουν ρυθμίσει οφειλές προς το Δημόσιο και ζητούν την έκδοση φορολογικής ενημερότητας, για να εισπράξουν χρήματα (π.χ. από πώληση ακινήτου ή από το δημόσιο) διευκολύνονται καθώς το ποσοστό που θα παρακρατεί η Εφορία έναντι των οφειλών τους μειώνεται και κυμαίνεται από 10%-70% ανάλογα με το ποσό της ρυθμισμένης οφειλής που έχει αποπληρωθεί.
Αντίθετα, με το σημερινό σύστημα, το ποσό της παρακράτησης οφειλής κυμαίνεται από 10%-100% και εναπόκειται στην κρίση του προϊσταμένου της εφορίας.
Με απόφαση του Γιώργου Πιτσιλή, επιχειρείται ο εξορθολογισμός της διαδικασίας και τίθενται για πρώτη φορά σαφείς κανόνες για τον καθορισμό των ποσοστών παρακράτησης επί του αποδεικτικού.
«Σκοπός της μεταρρύθμισης είναι η διόρθωση χρόνιων στρεβλώσεων, με γνώμονα τη διευκόλυνση των συναλλαγών για τις οποίες απαιτείται φορολογική ενημερότητα, τη μεταχείριση των φορολογουμένων με διαφάνεια και την ταυτόχρονη διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου», σημειώνει η ΑΑΔΕ.
Κατά την ανεξάρτητη αρχή οι συνεπείς φορολογούμενοι, που τηρούν τις ρυθμίσεις των οφειλών τους, επιβραβεύονται και διευκολύνονται στις συναλλαγές τους, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετείται η είσπραξη βεβαιωμένων οφειλών. Με τη νέα απόφαση, καταργείται η ευρεία διακριτική ευχέρεια καθορισμού ποσοστού παρακράτησης από 10 έως 100%. Τα ποσοστά συστηματοποιούνται και κλιμακώνονται, ανάλογα με το ρυθμό αποπληρωμής των ρυθμισμένων οφειλών.
Ειδικότερα, τα ποσοστά παρακράτησης επί του εισπραττόμενου ποσού ξεκινούν από 10% όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 70% της ρυθμισμένης οφειλής, ανέρχονται σε 30%, όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 50% της ρυθμισμένης οφειλής, σε 50%, όταν έχει καταβληθεί συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 30% της ρυθμισμένης οφειλής και φτάνουν το 70% όταν το αποπληρωμένο ποσό ρύθμισης είναι μικρότερο ή ίσο του 30%.
Τα ως άνω κλιμακωτά ποσοστά μπορούν να αυξηθούν, υπό προϋποθέσεις, έως και 20 ποσοστιαίες μονάδες, κατόπιν ειδικής αιτιολογίας.
Περαιτέρω, με τη νέα απόφαση μειώνεται ο αριθμός των δόσεων ρύθμισης, των οποίων δεν μπορεί να υπολείπεται το ποσό παρακράτησης, από τρεις ή πέντε δόσεις, για εναπομένουσες δόσεις λιγότερες ή περισσότερες των δώδεκα, κατά περίπτωση, σε δύο ή τέσσερις δόσεις ρύθμισης, αντίστοιχα.
Επιπλέον, με σκοπό τη διευκόλυνση της ταμειακής ρευστότητας των οφειλετών που εισπράττουν περιοδικές απαιτήσεις, στις περιπτώσεις αυτές η παρακράτηση ορίζεται σε ποσοστό 10%, ενώ για εναπομένουσα ρυθμισμένη οφειλή άνω των 5.000 ευρώ τίθεται ελάχιστο ποσό παρακράτησης ίσο με μία δόση και για εναπομένουσα οφειλή άνω των 20.000 ευρώ ελάχιστο ποσό παρακράτησης ίσο με δόσεις ρύθμισης.
Τέλος, ορίζεται ότι κατά την έκδοση βεβαίωσης οφειλής (που επέχει θέση αποδεικτικού ενημερότητας) για την πώληση ακινήτου, στην περίπτωση όπου το τίμημα υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, η διασφάλιση της οφειλής περιορίζεται στη διαφορά ανάμεσα στο τίμημα και την αντικειμενική αξία.
Με τον τρόπο αυτό διευκολύνονται οι συναλλαγές επί ακινήτων φορολογούμενων, οι οποίοι βρίσκονται σε δυσχερή ταμειακή θέση και οι οφειλές τους δεν εξοφλούνται πλήρως με το τίμημα, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η είσπραξη των βεβαιωμένων οφειλών.
Αντίθετα, με το σημερινό σύστημα, το ποσό της παρακράτησης οφειλής κυμαίνεται από 10%-100% και εναπόκειται στην κρίση του προϊσταμένου της εφορίας.
Με απόφαση του Γιώργου Πιτσιλή, επιχειρείται ο εξορθολογισμός της διαδικασίας και τίθενται για πρώτη φορά σαφείς κανόνες για τον καθορισμό των ποσοστών παρακράτησης επί του αποδεικτικού.
«Σκοπός της μεταρρύθμισης είναι η διόρθωση χρόνιων στρεβλώσεων, με γνώμονα τη διευκόλυνση των συναλλαγών για τις οποίες απαιτείται φορολογική ενημερότητα, τη μεταχείριση των φορολογουμένων με διαφάνεια και την ταυτόχρονη διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου», σημειώνει η ΑΑΔΕ.
Κατά την ανεξάρτητη αρχή οι συνεπείς φορολογούμενοι, που τηρούν τις ρυθμίσεις των οφειλών τους, επιβραβεύονται και διευκολύνονται στις συναλλαγές τους, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετείται η είσπραξη βεβαιωμένων οφειλών. Με τη νέα απόφαση, καταργείται η ευρεία διακριτική ευχέρεια καθορισμού ποσοστού παρακράτησης από 10 έως 100%. Τα ποσοστά συστηματοποιούνται και κλιμακώνονται, ανάλογα με το ρυθμό αποπληρωμής των ρυθμισμένων οφειλών.
Ειδικότερα, τα ποσοστά παρακράτησης επί του εισπραττόμενου ποσού ξεκινούν από 10% όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 70% της ρυθμισμένης οφειλής, ανέρχονται σε 30%, όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 50% της ρυθμισμένης οφειλής, σε 50%, όταν έχει καταβληθεί συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 30% της ρυθμισμένης οφειλής και φτάνουν το 70% όταν το αποπληρωμένο ποσό ρύθμισης είναι μικρότερο ή ίσο του 30%.
Τα ως άνω κλιμακωτά ποσοστά μπορούν να αυξηθούν, υπό προϋποθέσεις, έως και 20 ποσοστιαίες μονάδες, κατόπιν ειδικής αιτιολογίας.
Περαιτέρω, με τη νέα απόφαση μειώνεται ο αριθμός των δόσεων ρύθμισης, των οποίων δεν μπορεί να υπολείπεται το ποσό παρακράτησης, από τρεις ή πέντε δόσεις, για εναπομένουσες δόσεις λιγότερες ή περισσότερες των δώδεκα, κατά περίπτωση, σε δύο ή τέσσερις δόσεις ρύθμισης, αντίστοιχα.
Επιπλέον, με σκοπό τη διευκόλυνση της ταμειακής ρευστότητας των οφειλετών που εισπράττουν περιοδικές απαιτήσεις, στις περιπτώσεις αυτές η παρακράτηση ορίζεται σε ποσοστό 10%, ενώ για εναπομένουσα ρυθμισμένη οφειλή άνω των 5.000 ευρώ τίθεται ελάχιστο ποσό παρακράτησης ίσο με μία δόση και για εναπομένουσα οφειλή άνω των 20.000 ευρώ ελάχιστο ποσό παρακράτησης ίσο με δόσεις ρύθμισης.
Τέλος, ορίζεται ότι κατά την έκδοση βεβαίωσης οφειλής (που επέχει θέση αποδεικτικού ενημερότητας) για την πώληση ακινήτου, στην περίπτωση όπου το τίμημα υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, η διασφάλιση της οφειλής περιορίζεται στη διαφορά ανάμεσα στο τίμημα και την αντικειμενική αξία.
Με τον τρόπο αυτό διευκολύνονται οι συναλλαγές επί ακινήτων φορολογούμενων, οι οποίοι βρίσκονται σε δυσχερή ταμειακή θέση και οι οφειλές τους δεν εξοφλούνται πλήρως με το τίμημα, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η είσπραξη των βεβαιωμένων οφειλών.
Πηγή: www.tovima.gr