Στο στόχαστρο του 3ου Μνημονίου τα μικρά σχολεία..
Οπως είναι γνωστό, το 3ο Μνημόνιο (όπως και το 1ο και το 2ο), το οποίο έγινε νόμος του κράτους πριν ακριβώς από έναν χρόνο (14/8/2015), περιλαμβάνει και μια σειρά από μέτρα που αφορούν την Παιδεία, την...
Επαγγελματική Εκπαίδευση, τα Πανεπιστήμια, τα οποία αποτελούν το βασικό manual της πολιτικής του υπουργείου Παιδείας.
Στο σχολείο του 3ου Μνημονίου (όπως και των δύο προηγούμενων, καθώς τίποτα δεν άλλαξε, ούτε στις στρατηγικές κατευθύνσεις της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ) δεν επιτρέπεται να αυξηθεί ο προϋπολογισμός για την Παιδεία (3η χώρα από το τέλος στην Ε.Ε., με Βουλγαρία, Σλοβακία), να γίνουν επαρκείς διορισμοί, να μειωθούν οι μαθητές στην τάξη, να καλυτερέψουν οι μισθοί και οι εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, η υλικοτεχνική υποδομή σχολείων-εργαστηρίων και η ενίσχυση των μαθητών.
Το υπουργείο Παιδείας, αν εξαιρέσει κανείς το διακηρυκτικό του «οπλοστάσιο» και κάποιες τριτεύουσες παρεμβάσεις που απαντούν διορθωτικά σε δυσλειτουργίες που «βγάζουν μάτι», προωθεί «κατά γράμμα» τα συμφωνηθέντα και αυτό αποδεικνύεται τόσο με τις νομοθετικές του πρωτοβουλίες όσο και με τα πορίσματα του «διαλόγου» για την Παιδεία που αναμένουν το «πράσινο φως» για την υλοποίησή τους.
Στην περίοδο από τον Αύγουστο του 2015 έως τον Αύγουστο του 2016, η πολιτική του υπουργείου Παιδείας εστίασε στις περικοπές. Η αναδιάρθρωση του ωρολόγιου προγράμματος στα Δημοτικά και στα Νηπιαγωγεία, στο όνομα του «ενιαίου τύπου ολοήμερου», οδηγεί τελικά σε τρεις έως τέσσερις χιλιάδες εκπαιδευτικούς λιγότερους.
Οι αλλαγές στο Γυμνάσιο, που διακηρυκτικά στοχεύουν στην ελάφρυνση του μαθητικού πληθυσμού, στην πραγματικότητα «ελαφρώνουν» τα Γυμνάσια από χιλιάδες καθηγητές. Είναι φανερό ότι οι «απώλειες» δεν αφορούν μόνο τους εκπαιδευτικούς, αλλά και μια σειρά από σημαντικές πλευρές της λειτουργίας του σχολείου.
Στη νέα σχολική χρονιά προετοιμάζεται ένας δεύτερος γύρος με παρεμβάσεις οι οποίες θα επιχειρηθούν να υλοποιηθούν την περίοδο 2017-18. Θα πει κανείς, όλα είναι πιθανά, αλλά μπορούμε να προφητεύσουμε από τώρα το «επιχειρησιακό σχέδιο» του υπουργείου Παιδείας; Ασφαλώς μπορούμε. Αρκεί να κάνουμε τον κόπο να μελετήσουμε τις «προβλέψεις» του νομοθετικού πλαισίου που περιμένουν ανυπόμονα την υλοποίησή τους.
Ας δούμε, λοιπόν, πού οδηγείται η εκπαίδευση: Στον Ν. 4336 (3ο Μνημόνιο) αναφέρεται ότι «οι αρχές, σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα επικαιροποιήσουν την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ το 2011».
Η εν λόγω επανεξέταση θα καλύπτει όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων των δεσμών μεταξύ έρευνας και εκπαίδευσης και της συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων, με σκοπό την ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας.
Οπως αναφέρεται στον Νόμο 4336, μεταξύ άλλων, «η επανεξέταση θα αξιολογήσει το περιθώριο περαιτέρω εξορθολογισμού (των τάξεων σχολείων και πανεπιστημίων), τη λειτουργία και διακυβέρνηση των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την αποδοτικότητα και αυτονομία των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων και την αξιολόγηση και διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα».
Ειδικότερα, οι αρχές δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν τον αριθμό διδακτικών ωρών ανά μέλος του προσωπικού, καθώς και την αναλογία μαθητών ανά τάξη και ανά εκπαιδευτικό, το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2018. Και εδώ ο ΟΟΣΑ ξεδιπλώνει τη λογική του σαν μαθηματική εξίσωση που δεν «σηκώνει» άλλη από μία μόνο λύση. Προφανώς αυτή που προτείνει αυτός.
Το κόστος ανά μαθητή
Ο ΟΟΣΑ, λοιπόν, μας κάνει τη χάρη να αναγνωρίζει ότι «οι μισθοί των εκπαιδευτικών, οι οποίοι συνήθως αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού για την εκπαίδευση, είναι συγκριτικά χαμηλοί στην Ελλάδα, χαμηλότεροι σε όλα τα σημεία σύγκρισης (αρχικός μισθός, μετά από 15ετία και ανώτερης βαθμίδας)».
Προφανώς δεν τον έπιασε κανένας πόνος για τους μισθούς πείνας. Αλλού είναι η στόχευση. Υποστηρίζει ότι «παρά τους χαμηλούς μισθούς, το μισθολογικό κόστος ανά μαθητή είναι υψηλότερο στην Ελλάδα από οποιαδήποτε χώρα του ΟΟΣΑ, γεγονός το οποίο υπογραμμίζει το επείγον της αντιμετώπισης του ζητήματος της τοποθέτησης των εκπαιδευτικών».
Για τους εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ, «τα αποτελέσματα του διδακτικού χρόνου για τους μαθητές, του χρόνου διδασκαλίας για τους δασκάλους, αλλά κυρίως του εκτιμώμενου μεγέθους της τάξης, το οποίο είναι σαφώς χαμηλότερο του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην υψηλή αναλογία μισθολογικού κόστους ανά μαθητή». Σημειώνει, συγκεκριμένα, ο ΟΟΣΑ:
■ «Είναι αναποτελεσματικό το δίκτυο μικρών σχολείων, μικρός αριθμός μαθητών ανά δάσκαλο και μικρό μέγεθος τάξης. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με μικρά σχολεία. Περισσότερα από 1.300 Δημοτικά σχολεία έχουν λιγότερους από 25 μαθητές και περισσότερα από 250 Γυμνάσια και 70 Λύκεια έχουν λιγότερους από 50 μαθητές. Ελάχιστα σχολεία έχουν εγγεγραμμένους περισσότερους από 400 μαθητές και είναι κυρίως σχολεία ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης».
■ «Δεν είναι ευθυγραμμισμένος ο αριθμός διδακτικών ωρών ανά μέλος του προσωπικού, καθώς και η αναλογία μαθητών ανά τάξη και ανά εκπαιδευτικό».
■ «Ο φόρτος εργασίας των εκπαιδευτικών ετησίως είναι σημαντικά μικρότερος απ’ ό,τι σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, ειδικότερα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο».
Και αφού καταλήγει στη διάγνωση, μετά προτείνει και τη «θεραπευτική αγωγή»:
1. Εξορθολογισμός του σχολικού δικτύου ως βασική προτεραιότητα του υπουργείου Παιδείας. Τα ελάχιστα μεγέθη κυμαίνονται σε: 75 μαθητές στα δημοτικά σχολεία, 150 μαθητές στα Γυμνάσια, 250 μαθητές στα Λύκεια.
2. Ευελιξία μέσω επιμόρφωσης και υλικοτεχνικής ψηφιακής υποδομής, έτσι ώστε τα σχολεία που για γεωγραφικούς λόγους δεν είναι μεγάλα να μπορούν να λειτουργούν με λιγότερο προσωπικό. Αφορά κυρίως σχολεία σε ορεινά και νησιά.
3. Αύξηση του φόρτου εργασίας των εκπαιδευτικών στους μέσους όρους της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, εστιασμένη στην αύξηση του φόρτου εργασίας των πιο έμπειρων εκπαιδευτικών.
Στον πίνακα μπορείτε να δείτε την πρόταση του ΟΟΣΑ για το ωράριο των εκπαιδευτικών. Η πρόταση είναι από την τελευταία του έκθεση (αυτή που συμφωνήθηκε να αναθεωρηθεί) και όπως είναι γνωστό αμέσως μετά αυξήθηκαν οι ώρες διδασκαλίας των καθηγητών κατά 2.
Ετσι, σύμφωνα με τον πίνακα, ώς το 2018, εξομοιώνονται όλα τα ωράρια και προστίθενται 4 ώρες σε όσους έχουν προϋπηρεσία περισσότερο από 20 χρόνια, 2 ώρες σε όσους έχουν προϋπηρεσία περισσότερο από 12 χρόνια και 1 ώρα σε όσους έχουν προϋπηρεσία περισσότερο από 6 χρόνια.
efsyn.gr
Πηγή: nonews-news.blogspot.gr