Οι οικονομικές συνέπειες της Συμφωνίας των Πρεσπών


Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ είναι πολύ περισσότερο στενές από όσο συνήθως πιστεύεται. Οι πιο γνωστές μεγάλες ελληνικές εταιρείες (πετρελαιοχημικές, τραπεζικές, κατασκευαστικές, τροφίμων κ.ά.) δραστηριοποιούνται στη γείτονα χώρα, που μαζί με περισσότερες από 200 άλλες μικρότερες και λιγότερο γνωστές επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων συμβάλλουν σε σεβαστό ποσοστό στη δημιουργία εισοδήματος και απασχόλησης.
Η Ελλάδα είναι ο τέταρτος σε σημασία εμπορικός εταίρος της ΠΓΔΜ, όπου οι εξαγωγές μας είναι σχεδόν τρεις φορές περισσότερες από τις εισαγωγές, ενώ το ΑΕΠ είναι 17 με 18 φορές μεγαλύτερο και ο πληθυσμός μας πενταπλάσιος τουλάχιστον. Η αξιοσημείωτη ομοιότητα μεταξύ των δύο χωρών είναι η αυξημένη ανεργία, η οποία αν και μειώθηκε εντυπωσιακά τα πρόσφατα χρόνια, εντούτοις παραμένει στο υπερβολικό 20 τοις εκατό.
Οι αναμφίβολα στενές οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών προέκυψαν από διάφορους λόγους, ξεκινώντας από τη γειτνίαση και προχωρώντας στο ιδιαίτερα πολύ χαμηλό εργατικό κόστος της ΠΓΔΜ που σε συνδυασμό με την εξίσου χαμηλή φορολογία κατέστησαν τη χώρα αυτή επενδυτικό παράδεισο ή έστω ασφαλές καταφύγιο για πλήθος ελληνικών επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες κυριολεκτικά απέδρασαν από την κόλαση της κρίσης και των σκληρών δημοσιονομικών προσαρμογών. Οι ελληνικές επενδύσεις από το 1997 και μετά αποτελούν περίπου το 10% των συνολικών επενδύσεων της ΠΓΔΜ και το λιμάνι της Θεσσαλονίκη είναι ο διακομιστικός κόμβος της χώρας αυτής.
Είναι γνωστό ότι ο οικονομικός χώρος της περιοχής ήταν κάποτε ενιαίος και η ενότητα αυτή διαρρήχθηκε λόγω σειράς πολέμων συμπεριλαμβανομένου και του ψυχρού πολέμου. Οι οικονομικές σχέσεις αναπτύσσονται μετά το 1991 και επιταχύνονται μετά την ενδιάμεση συμφωνία του 1995. Επομένως, μια αρνητική απόφαση στη Συμφωνία των Πρεσπών ασφαλώς και δεν θα αναστείλει την περαιτέρω ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων, οι οποίες διαμορφώθηκαν εντελώς αυθόρμητα και σε ένα περιβάλλον κάθε άλλο παρά βοηθητικό.
Είναι όμως βέβαιο ότι τυχόν μη επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών θα λειτουργήσει από περιοριστικά μέχρι και αποτρεπτικά στην περαιτέρω ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Το οικονομικό κλίμα θα έχει υποστεί βλάβη καθώς συμφωνίες και επιχειρηματικά σχέδια θα συνάπτονται με βραχυχρόνιο ορίζοντα ακριβώς επειδή θα λαμβάνουν υπόψη το εύθραυστο πολιτικό κλίμα, το οποίο σημειωτέον μπορεί να επηρεάσει και τον τουρισμό.
Αντιθέτως, η επικύρωση της συμφωνίας θα συνεπάγεται επιτάχυνση και περαιτέρω ενδυνάμωση των οικονομικών σχέσεων που είναι ήδη σε εξέλιξη και από αυτές αναμένεται να υπάρξουν οφέλη εκατέρωθεν. Η ιδέα είναι ότι η επικύρωση θα ενεργοποιήσει δυνάμεις και δυναμικές, οι οποίες δεν έχουν εκδηλωθεί στις πλήρεις διαστάσεις τους μέχρι τώρα, λόγω του ασφυκτικού κλίματος, και η έλλειψη συμφωνίας αποθαρρύνει την περαιτέρω ενίσχυσή τους.
Η μελέτη των οικονομιών των δύο χωρών και της πρόσφατης οικονομικής ιστορίας τους διδάσκει ότι μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά μεταξύ τους. Επιπλέον, η ΠΓΔΜ αποβλέπει μέσω της ένταξής της σε διεθνείς οργανισμούς να βελτιώσει την οικονομία της και να πετύχει τη μεγαλύτερη δυνατή συνοχή στο εσωτερικό της. Η επίτευξη όμως ενός τέτοιου στόχου απαιτεί τη συναίνεση και τη στήριξη της Ελλάδας. Το θέμα της ονομασίας θα εξακολουθεί να είναι μια διαρκής ενόχληση, αλλά με την πάροδο όχι μακρού χρόνου οι γείτονές μας θα αντιληφθούν ότι οι σχέσεις τους με την αρχαία Ελλάδα και τη Μακεδονία δεν είναι ακριβώς αυτές που νομίζουν και το ζήτημα του ονόματος από την πλευρά τους προοπτικά θα έχει ατονήσει.
Τα οφέλη θα είναι αμοιβαία, ωστόσο η ΠΓΔΜ έχει περισσότερα να κερδίσει αν επικυρώσει τη συμφωνία και όλα να τα χάσει, αν παραμείνει εκτός διεθνών οργανισμών. Από την πλευρά μας, έχουμε μια διευρυνόμενη αγορά, οι σχέσεις (οικονομικές και άλλες) των δύο χωρών επομένως γίνονται στενότερες, καθώς οι οικονομίες τους λειτουργούν συμπληρωματικά, το λιμάνι της Θεσσαλονίκης αναμένεται να αυξήσει τη σημασία του με την αύξηση της εμπορικής δραστηριότητας, η πόλη να γίνεται το επίκεντρο της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, ενώ η Χαλκιδική και η Κατερίνη να παραμένουν ελκυστικοί τουριστικοί προορισμοί. Οι διεργασίες αυτές δεν μπορεί πάρα να οδηγήσουν στη δημιουργία μεγάλων έργων υποδομής και όλα τα ανωτέρω και συνδυασμένα να συμβάλουν στην επίλυση του μεγαλύτερου προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες, δηλαδή της ανεργίας και ιδίως των νέων.
*καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Πανεπ. Μακεδονίας
  

Πηγή: www.efsyn.gr


Το avatonpress.gr είναι ανεξάρτητο ενημερωτικό site και στηρίζεται μόνο σε σας. Κάνοντας κλικ στις διαφημίσεις μας βοηθάτε να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας! Ευχαριστούμε εκ των προτέρων!

Σχολίασε κι εσύ!